- καλοφορεμένος
- η , ο хорошо одетый;
§ καλοφορεμένο! — носи на здоровье!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ καλοφορεμένο! — носи на здоровье!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλοφορεμένος — η, ο καλοντυμένος: Πέρασε μια καλοφορεμένη κυρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοείμων — καλοείμων, ον (Α) ωραία ντυμένος, καλοφορεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. αβρο είμων, πολυ είμων] … Dictionary of Greek
καλοφορώ — 1. φορώ καλά ρούχα, ωραία στολή, είμαι καλοντυμένος 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοφορεμένος, η, ο ντυμένος καλά, κομψά, καλοντυμένος … Dictionary of Greek
περιποιούμαι — περιποιήθηκα, περιποιημένος 1. φροντίζω, δείχνω προθυμία, διευκολύνω: Μας περιποιήθηκαν και φύγαμε ενθουσιασμένοι. 2. καλλιεργώ, τακτοποιώ: Περιποιούμαι το περιβόλι, το κτήμα. 3. δείχνομαι πρόθυμος σε κάποιον, του κάνω φιλοφρονήσεις: Πολύ σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)